περιέρχομαι

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιέρχομαι Medium diacritics: περιέρχομαι Low diacritics: περιέρχομαι Capitals: ΠΕΡΙΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: periérchomai Transliteration B: perierchomai Transliteration C: perierchomai Beta Code: perie/rxomai

English (LSJ)

impf.
A περιηρχόμην Ar.Th.504 cod.:—go round, go about, Th.4.36, etc.; πάντοθεν Hdt.7.225; κατὰ τὴν ἀγοράν Ar.Lys. 558; κατὰ πᾶσαν χώραν D.23.139; ἐν κύκλῳ Pl.Plt. 283b; go about like a beggar, πρὸς τοὺς φίλους X.Cyr.8.2.16; like a stranger seeing sights, Id.Oec.10.10: c. part., go about doing a thing, Ar.Th.504 cod., Pl.Ap.30a, Critias 37 D., D.13.19: c. acc. cogn., π. στάδια χίλια Ar.Av.6; π. ἀπέραντον ὁδόν Pl.Tht.147c; δὔ ἢ τρεῖς δρόμους Id.Euthd. 273a; [πρεσβείας καὶ κατηγορίας] D.9.72; ποικίλως τὸν βίον π. Vett. Val.40.28: c. acc. loci, π. [τὸν βωμόν] Ar.Pax958; βωμοὺς ἅπαντας ἐν κύκλῳ Id.Pl.679; τὴν πόλιν And.1.99; τὴν ἀλορὰν κύκλῳ D.19.225; τὴν χώραν π. survey it, Id.18.150.
2 c. acc. pers., in Hom. (only in tmesi), encompass, of sounds, τὸν… περὶ φρένας ἤλυθ' ἰωή Il. 10.139, cf. Od.17.261; τὸν… περὶ κτύπος ἦλθε ποδοῖιν 19.444; of the effect of wine, Κύκλωπα περὶ φρένας ἤλυθεν οἶνος 9.362.
3 overreach, cheat, σοφίῃ π. τινά Hdt.3.4, cf. Ar.Eq.1142 (lyr.), Plu.Nic.10.
4 later, in lit. sense, surround, κύκλῳ π. τοὺς πολεμίους Id.Publ.22, cf. Ages.38.
II go round and return to a point, come round, αὖτις ἐς τυραννίδας περιῆλθον Hdt.1.96; περιῆλθεν ἐς ὀκτὼ ὁμιλητὰς ἐς τεττάρων καὶ τριάκοντα came down to... Philostr.VA4.37; of things, events, etc., ἡ ἡγεμονίη περιῆλθε… ἐς τὸ γένος, ἡ βασιληΐη περιῆλθε ἔς τινα, Hdt. 1.7,187,al.; περιελήλυθε ὁ πόλεμος καὶ ἀπῖκται ἐς ὑμέας Id.7.158; ἐς φθίσιν περιῆλθε ἡ νοῦσος the disease ended in... ib.88; π. εἰς ἅπαντας ὁ λόγος Plu.2.151a, cf. Pl.Lg.866b; ἐπειδὰν οἱ προκείμενοι λόγοι περιέλθωσι X.Smp.4.20: c. acc., Πανιώνιον ἡ τίσις περιῆλθε vengeance came at last upon him, Hdt.8.106; ταῦτα ἰσχυρῶς περιελήλυθε τοὺς πολλούς has taken strong hold upon them, Luc.Luct.10; τὸ πάθος… τοὺς πολλοὺς… π. Id.Hist.Conscr.2.
2 of time, come round, περιῆλθεν ὁ ἐνιαυτός X.Cyr.8.6.19.
3 of the heavenly bodies, rotate, revolve, ὁ οὐρανὸς π. Arist.Cael.272b14; ὁπόταν ὁ ἥλιος τὸν ἑαυτον περιέλθῃ κύκλον Pl.Ti.39c.

German (Pape)

[Seite 575] (s. ἔρχομαι), herumkommen, -gehen; Hom. nur in tmesi; wie περίειμι, in der Reihe herumkommen und auf denselben Punkt zurück, übh. endlich wohin gelangen, ἡ ἡγεμονίη περιῆλθε ἐς τὸ γένος τοῦ Κροίσου, Her. 1, 7, wie ἐς Δαρεῖον περιῆλθε ἡ βασιληΐη, 1, 187, vgl. 3, 65. 140. 6, 111; auch ἐς φθίσιν περιῆλθε ἡ νοῦσος, 7, 88; καὶ ἀπῖκται ὁ πόλεμος ἐς ὑμᾶς, 7, 158; u. mit dem bloßen accus., ἡ τίσις περιῆλθε τὸν Πανιώνιον, endlich kam die Rache über ihn, traf ihn, 8, 106; ὡς εἰς αὐτὸν περιεληλυ θὸς τὸ μίασμα, Plat. Legg. IX, 866 b; Folgde; περιελθεῖν εἰς ἅπαντας τὸν λόγον, Plut. sept. sap. conv. 6; auch πάντα εἰς Καίσαρα, Alles ging auf ihn über, Anton. 56; bes. Sp. – Herumgehen, περιελθόντες πάντοθε περισταδόν, Her. 7, 225; περιελθὼν ἔλαθεν, Thuc. 4, 36, τὴν πόλιν, in der Stadt, Andoc. 1, 99; πᾶσαν γῆν μαστεύοντες, Xen. Ages. 9, 3; τὴν ἀγορὰν κύκλῳ, Dem. 19, 225; auch τινά, um Einen herumgehen, ihn umsteilen, listig umgehen, um ihn zu überfallen oder zu fangen, überlisten, betrügen, Ar. Equ. 1138; σοφίῃ μιν περιῆλθε, Her. 3, 4; δι' ἀπάτης καὶ ὅρκων, Plut. Nic. 10; u. so auch ταῦτα ἰσχυρῶς περιελήλυθε τοὺς πολλούς, diese Vorstellungen haben die Menge befangen, Luc. de luct. 10; absolut, οὐδὲν γὰρ ἄλλο πράττων ἐγὼ περιέρχομαι ἢ πείθων, Plat. Apol. 30 a; περιέρχεται ἀπέραντον ὁδόν, Theaet. 147 c; ἐν κύκλῳ, polit. 283 c; auch ὅταν ἥλιος τὸν ἑαυτοῦ περιέλθῃ κύκλον, Tim. 39 c, öfter; u. von der Zeit, wie περιιέναι, verstreichen, vorübergehen, Xen. Cyr. 8, 6, 19, vgl. Her. 2, 93. – Auch wie περιπίπτω, εἰς δυστυχίαν, in ein Unglück hineingeraten, so daß man rings davon umgeben ist.

French (Bailly abrégé)

f. περιελεύσομαι, ao. περιῆλθον, pf. περιελήλυθα;
I. aller autour, càd :
1 faire le tour de ; en parl. du temps accomplir son évolution, s'écouler ; avec l'acc. : πᾶσαν γῆν XÉN faire le tour du monde;
2 aller autour, entourer, cerner : τοὺς πολεμίους κύκλῳ PLUT entourer l'ennemi en le cernant ; fig. circonvenir, chercher à tromper à séduire, à corrompre : τινά τινι ou διά τινος qqn par qqe moyen;
II. arriver jusqu'à ; faire un tour complet et revenir au point de départ, avec ἐς et l'acc. ; p. suite en gén. :
1 échoir par hasard ou par succession : ἔς τινα, à qqn;
2 parvenir à en gén. : εἰς ἅπαντας PLUT parvenir à la connaissance de tous sans exception ; finir par atteindre : ἔς τινα, τινα, qqn ; venir à, aboutir à : ἔς τι à qch, dégénérer en qch.
Étymologie: περί, ἔρχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-έρχομαι rondgaan, rondlopen:; κατὰ τὴν ἀγοράν = over de markt Aristoph. Lys. 558; met ptc..; περιήρχετ’ ὠκυτόκι’ ὠνούμενος hij liep rond te winkelen naar geboortebevorderende middelen Aristoph. Th. 504; met acc. v. h. inw. obj..; ὁπόταν ὁ ἥλιος τὸν ἑαυτοῦ περιέλθῃ κύκλον wanneer de zon zijn eigen kringloop heeft afgelegd Plat. Tim. 39c; van tijd. ἐπεὶ περιῆλθεν ὁ ἐνιαυτός toen het jaar verlopen was Xen. Cyr. 8.6.19. met acc. rondom... lopen, rondom... gaan:; περιῆλθε βωμοὺς ἅπαντας ἐν κύκλῳ hij liep in een cirkel rond alle altaren Aristoph. Pl. 679; omsingelen:; κύκλῳ περιῆλθε τοὺς πολεμίους hij omsingelde de vijand Plut. Publ. 22.4; overdr. bevangen:; περὶ φρένας ἤλυθεν οἶνος de wijn beving zijn verstand Od. 9.362; bedriegen, te slim af zijn:. σοφῶς αὐτοὺς περιέρχομαι ik leid hen slim om de tuin Aristoph. Eq. 1142; περιῆλθεν αὐτοὺς δι’ ἀπάτης καὶ ὅρκων hij was hen te slim af met bedrog en valse eden Plut. Nic. 10.4. terechtkomen bij:. ἡ δὲ ἡγεμονίη οὕτω περιῆλθε... ἐς τὸ γένος τὸ Κροίσου zo kwam de heerschappij terecht bij de familie van Croesus Hdt. 1.7.1; Πανιώνιον... οὕτω περιῆλθε ἡ τίσις zo trof de vergelding Panionios Hdt. 8.106.4; ταῦτα... ἰσχυρῶς περιελήλυθε τοὺς πολλούς dat kwam keihard aan bij de massa Luc. 40.10.

Russian (Dvoretsky)

περιέρχομαι: (fut. περιελεύσομαι, aor. 2 περιῆλθον, pf. περιελήλυθα)
1 ходить вокруг, обходить (τὴν ἀγοράν Dem.; κατὰ τὴν ἀγοράν Arph.; τὰς οἰκίας NT);
2 проходить (ἀπέραντον ὁδόν Plat.; στάδια χίλια Arph.);
3 доходить, достигать: τὸν περὶ κτύπος ἦλθε ποδοῖ᾽ιν Hom. до него донесся топот ног; Κύκλωπα περὶ φρένας ἤλυθεν οἶνος Hom. вино ударило Киклопу в голову;
4 окружать (τοὺς πολεμίους Plut.);
5 перен. обходить, перехитрять (τινα σοφίῃ Her.; τινα ἀπάτης καὶ ὅρκων Plut.);
6 (вновь), приходить, переходить, возвращаться (αὖτις ἐς τυραννίδας Her.): ἡ ἡγεμονίη περιῆλθε ἐς τὸ γένος τοῦ Κροίσου Her. власть перешла к роду Креза; ἐς φθίσιν περιῆλθε ἡ νοῦσος Her. болезнь перешла в чахотку;
7 захватывать, постигать (Πανιώνιον οὕτω περιῆλθε ἡ τίσις Her.);
8 (о времени), проходить, протекать, (ἐπεὶ δὲ περιῆλθεν ὁ ἑνιαυτός Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

περιέρχομαι: παρατ. περιηρχόμην (ἴδε ἐν λ. ἔρχομαι) ὁ δ’ ἀνὴρ περήρχετ’ Ἀριστοφ. Θεσμ. 504· ἀποθ. Ὡς καὶ νῦν, πηγαίνω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, περιφέρομαι, τριγυρίζω, Θουκ. 4. 30, κτλ.· πάντοθε Ἡρόδ. 7. 225· κατὰ τὴν ἀγορὰν Ἀριστοφ. Λυσ. 558· ἐν κύκλῳ Πλάτ. Πολιτικ. 283Β· - περιφέρομαι ὡς ἐπαίτης, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 16· ὡς ξένος, θεωρῶν τὰ περίεργα, ὁ αὐτὸς ἐν Οἰκ. 10. 10· ὡς ἐπιδιώκων ἀρχήν τινα, ψηφοθήρας, Λατ. ambire, Δημ. 129. 20· ἐπὶ τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης, Πλάτ. Τίμ. 39C· - μετὰ μετοχ., περιφέρομαι πράττων τι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολογ. 30Α, πρβλ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 504, Δημ. 171. 18· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., π. στάδια χλίλια Ἀριστοφ. Ὄρν. 6· π. ἀπέραντον ὁδὸν Πλάτ. Θεαίτ. 147C· δύο ἢ τρεῖς δρόμους ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδήμ. 273Α. κτλ.· - μετ’ αἰτ. τόπου, π. τὸν βωμὸν Ἀριστοφ. Εἰρ. 958· βωμοὺς ἅπαντας ἐν κύκλῳ ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 679· τὴν πόλιν Ἀνδοκ. 13. 25· τὴν ἀγορὰν Δημ. 411. 16· τὴν χώραν π., ἐπιθεωρῶ αὐτήν, ὁ αὐτ. 277. 9. 2) μετ’ αἰτ. προσ., παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν τμήσει) ἔρχομαι πέριξ, περιβαίνω, περιλαμβάνω, ἐπὶ ἤχων, τὸν ... περὶ φρένας ἤλυθ’ ἰωή Ἰλ. Κ. 139, πρβλ. Ὀδ. Ρ. 261· περὶ κτύπος ἦλθε ποδοῖιν Ὀδ. Τ. 444· ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τοῦ οἴνου, Κύκλωπα περὶ φρένας ἤλυθεν οἶνος Ι. 362· - ὡσαύτως, ὡς τὸ Λατ. circumvenire, ἔρχομαι πέριξ τινός, δηλ. ἐξαπατῶ, σοφίῃ π. τινα Ἡρόδ. 3. 4, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1142· - ἡ κυριολεκτικὴ σημασία τοῦ ἔρχομαι ὁλόγυρα, κυκλώνω ἀπαντᾷ παρὰ Πλουτ., π. τοὺς πολεμίους Ποπλικ. 22, Ἀγησ. 38. ΙΙ. περιέρχομαι καὶ φθάνω εἴς τι σημεῖον, καταντῶ, αὖτις ἐς τυραννίδας περιῆλθον Ἡρόδ. 1. 95. - ἐντεῦθεν ἐπὶ πραγμάτων, γεγονότων, κτλ., ἡ ἡγεμονίη, ἡ βασιληΐη περιῆλθε ἔς τινα ὁ αὐτ. 1. 7, 187, κ. ἄλλ.· περιελήλυθε ὁ πόλεμος καὶ ἀπῖκται ἐς ὑμέας ὁ αὐτ. 7. 158· ἐς φθίσιν περιῆλθε ἡ νοῦσος, ἡ ἀσθένεια κατέληξεν εἰς …, αὐτόθι 88· π. εἰς ἅπαντας ὁ λόγος Πλούτ. 2. 151Β, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 866Β· - ὡσαύτως μετ’ αἰτ., ἡ τίσις περιῆλθε τὸν Πανιώνιον, ἐπὶ τέλους τὸν κατέλαβεν ἡ ἐκδίκησις, Ἡρόδ. 8. 106· ταῦτα οὕτως ἰσχυρῶς περιελήλυθε τοὺς πολλούς, ὥστε …, ταῦτα τόσον ἰσχυρὰν ἐντύπωσιν ἔκαμαν εἰς τοὺς πολλούς, ὥστε …, Λουκ. περὶ Πένθ. 10· τὸ πάθος... τοὺς πολλοὺς ... π. ὁ αὐτ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 2. 2) ἐπὶ χρόνου, ἐπεὶ δὲ περιῆλθεν ὁ ἐνιαυτός Ξεν. Κύρ. 8. 6, 19, πρβλ. Συμπ. 4, 20· ἐπὶ τῶν οὐρανίων σωμάτων, περιστρέφομαι, Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 5, 14. - Πρβλ. περίειμι (εἶμι), περιήκω.

English (Strong)

from περί and ἔρχομαι (including its alternate); to come all around, i.e. stroll, vacillate, veer: fetch a compass, vagabond, wandering about.

English (Thayer)

2nd aorist περιῆλθον; from Herodotus down; to go about: of strollers, WH περιελόντες, see περιαιρέω, a.); τάς οἰκίας, to go about from house to house, 1 Timothy 5:13.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. κινούμαι γύρω ή ανάμεσα σε έναν χώρο ή μια περιοχή (α. «περιέρχομαι τις αρχαιότητες» β. «θα περιέλθει δίσκος για τους φτωχούς» γ. «περιέρχονται κατὰ τὴν ἀγοράν», Πλάτ.)
2. φτάνω, καταλήγω κάπου (α. «η περιουσία του περιέρχεται στο Δημόσιο» β. «περιέρχομαι σε αδιέξοδο» γ. «ἐς φθίσιν περιῆλθεν ἡ νοῦσος», Ηρόδ.)
μσν.-αρχ.
1. (για επαίτες και μοναχούς) περιπλανώμαι από τόπο σε τόπο
2. απατώ, εξαπατώ (α. «σοφίῃ γὰρ περιῆλθέ μιν» — τὸν ξεπέρασε στην εξυπνάδα, στην πονηριά, τον εξαπάτησε, Ηρόδ.
β. «περιέρχεται δι' ἀπάτης τὸν ἄνθρωπον», Γρηγ. Νύσσ.)
3. εξετάζω λεπτομερώς («κακοδοξίαν περιελθόντας», Ευσ.)
αρχ.
έρχομαι ολόγυρα από κάποιον, περικυκλώνω («κύκλῳ περιῆλθε τοὺς πολεμίους», Πλούτ.)
2. (για χρόνο) παρέρχομαι, περνώ («περιῆλθεν ὁ ἐνιαυτός», Ξεν.)
3. (για ουράνια σώματα) εκτελώ περιφορά, περιστρέφομαι («ὁπόταν ὁ ἤλιος τὸν ἑαυτοῦ περιέλθῃ κύκλον», Πλάτ.).

Greek Monotonic

περιέρχομαι: αποθ.,
I. 1. γυρωφέρνω, περιφέρομαι, σε Ηρόδ., Αττ.· περιφέρομαι ως ζητιάνος, σε Ξεν.· περιδιαβαίνω όπως ο ψηφοθήρας, Λατ. ambire, σε Δημ.· με μτχ., περιφέρομαι κάνοντας κάτι, σε Πλάτ.· με σύστ. αντ., περιέρχομαι στάδια χίλια, σε Αριστοφ.· με αιτ. τόπου, περιέρχομαι τὸν βωμὸν, περιφέρομαι γύρω από το βωμό, στον ίδ.· τὴνἀγοράν, σε Δημ.
2. με αιτ. προσ., έρχομαι ολόγυρα, περιστοιχίζω, λέγεται για ήχους, περὶ κτύπος ἦλθε ποδοῖιν, ο ήχος των ποδιών ακουγόταν ολόγυρά του, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για την επίδραση του κρασιού, Κύκλωπα περὶ φρένας ἤλυθεν οἶνος, στο ίδ.
3. όπως Λατ. circumvenire, εξαπατώ, κοροϊδεύω, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
II. 1. περιέρχομαι και επιστρέφω σ' ένα σημείο, περιτριγυρίζω, ἡ βασιληΐη περιῆλθε ἔς τινα, σε Ηρόδ.· ἐς φθίσιν περιῆλθε ἡ νοῦσος, η ασθένεια κατέληξε σε..., στον ίδ.· με αιτ., ἡτίσις περιῆλθε τὸν Πανιώνιον, στο τέλος τον κατέλαβε η εκδίκηση, στον ίδ.
2. λέγεται για χρόνο, περιστρέφομαι, σε Ξεν.

Middle Liddell

Dep.:
I. to go round, go about, Hdt., Attic:— to go about, like a beggar, Xen.; like a canvasser, Lat. ambire, Dem.:—c. part. to go about doing a thing, Plat.:—c. acc. cogn., π. στάδια χίλια Ar.:—c. acc. loci, π. τὸν βωμόν to go round the altar, Ar.; τὴν ἀγοράν Dem.
2. c. acc. pers. to come round, encompass, of sounds, περὶ κτύπος ἦλθε ποδοῖιν the sound of feet came round him, Od.; of the effect of wine, Κύκλωπα περὶ φρένας ἤλυθεν οἶνος Od.
3. like Lat. circumvenire, to take in, to overreach, cheat, Hdt., Ar.
II. to go round and return to a point, come round, ἡ βασιληίη περιῆλθε ἔς τινα Hdt.; ἐς φθίσιν περιῆλθε ἡ νοῦσος the disease ended in…, Hdt.; c. acc., ἡ τίσις περιῆλθε τὸν Πανιώνιον vengeance came at last upon him, Hdt.
2. of time, to come round, Xen.

Chinese

原文音譯:perišrcomai 胚里-誒而何買
詞類次數:動詞(4)
原文字根:周圍-來 相當於: (סָבַב‎) (שׁוּב‎) (שׁוּט‎)
字義溯源:包含,包圍,圍繞,環繞,繞行,遊行,游蕩,閒遊,遊行各處,各處奔跑;由(περί / περαιτέρω)=周圍)與(ἔχω)*=持)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊),而 (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
同源字:1) (ἔχω)持有 2) (μεσότοιχον)隔牆 3) (περιέχω)包含
出現次數:總共(4);徒(2);提前(1);來(1)
譯字彙編
1) 各處奔跑(1) 來11:37;
2) 游蕩(1) 提前5:13;
3) 繞行(1) 徒28:13;
4) 遊行各處(1) 徒19:13