ατος, τό,
A cut in a thing, incision, notch, X.Cyn.2.7.
[Seite 856] τό, der Einschnitt, Xen. Cyn. 2, 8.
ἔντμημα: τό, ἐντομή, Ξεν. Κυν. 2. 7.
ατος (τό) :morceau coupé, entaille, incision.Étymologie: ἐντέμνω.