ἔντμημα
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
English (LSJ)
-ατος, τό, cut in a thing, incision, notch, X.Cyn.2.7.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
hendidura, incisión αἱ δὲ (σχαλίδες) ... ἔχουσαι ... τὰ ἐντμήματα μὴ βαθέα las estacas que tienen hendiduras poco profundas X.Cyn.2.7.
German (Pape)
[Seite 856] τό, der Einschnitt, Xen. Cyn. 2, 8.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
morceau coupé, entaille, incision.
Étymologie: ἐντέμνω.
Russian (Dvoretsky)
ἔντμημα: ατος τό разрез, надрез (ἐντμήματα μὴ βαθέα Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔντμημα: τό, ἐντομή, Ξεν. Κυν. 2. 7.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἔντμημα: -ατος, τό (ἐντέμνω), εντομή, χαραματιά, εγκοπή, χαρακιά, σε Ξεν.