ἡ,=ἐρωμανία,
A raving love, Plu.2.451f.
[Seite 1041] ἡ, rasende Liebe, Plut. virt. mor. 12. Vgl. ἐρωμανία.
ἐρωτομᾰνία: ἡ, =ἐρωμανία, ἐμμανὴς ἔρως, Πλούτ. 2. 451Ε.
ας (ἡ) :folle passion.Étymologie: ἔρως, μαίνομαι.