ον,
A easily scared, πρὸς ἅπαν Plu.2.642a, cf. Sch.A.Th.78.
εὐπτόητος: -ον, εὐκόλως πτοούμενος, πρὸς ἅπαν Πλούτ. 2. 642 Α.
ος, ον :facile à effrayer.Étymologie: εὖ, πτοέω.