εὐπτόητος

From LSJ

φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπτόητος Medium diacritics: εὐπτόητος Low diacritics: ευπτόητος Capitals: ΕΥΠΤΟΗΤΟΣ
Transliteration A: euptóētos Transliteration B: euptoētos Transliteration C: efptoitos Beta Code: eu)pto/htos

English (LSJ)

εὐπτόητον, easily scared, πρὸς ἅπαν Plu.2.642a, cf. Sch.A.Th.78.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à effrayer.
Étymologie: εὖ, πτοέω.

German (Pape)

leicht einzuschüchtern, schüchternd, πρὸς ἅπαν Plut. Symp. 2.8, neben ψοφοδεής.

Russian (Dvoretsky)

εὐπτόητος: легко пугающийся, пугливый (πρὸς ἅπαν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπτόητος: -ον, εὐκόλως πτοούμενος, πρὸς ἅπαν Πλούτ. 2. 642 Α.

Greek Monolingual

εὐπτόητος, -ον (ΑΜ)
αυτός που πτοείται εύκολα, ο δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτοητός (< πτοώ)].