ον, (ἀρύω A)
A good to draw, ὕδωρ h.Cer.106.
εὐήρῠτος: -ον, (ἀρύω) ὁ ῥᾳδίως ἀντλούμενος, ὕδωρ Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 106.
ος, ον :facile à puiser.Étymologie: εὖ, ἀρύω.