θωπεύω

Revision as of 19:59, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

(θώψ)

   A flatter, wheedle, τινα S.OC 1003, 1336, E.Heracl.983, Ar.Ach.657, Eq.48; σὺ ταῦτα θώπευ' be it thine to flatter thus, S.El.397; θ. τὸν δεσπότην λόγῳ Pl.Tht.173a; τὸν δῆμον Aeschin.3.226; τὰς πόλεις Phld.Rh.2.170S.; καιρὸν θ. to be a time-server, Ps.-Phoc.93; ἵνα μὴ ἄλλους θωπεύωμεν σοῦ ὑγιαίνοντος serve others (in good sense), PSI5.525.16 (iii B.C.); of dogs, fawn, Arist.Phgn.811b38; caress, pat a horse, X.Eq.10.13, Cyn.6.21; of disease, soothe, τὴν χολήν Sever.Clyst.p.37 D.:—Pass., Ar. Eq.1116.

German (Pape)

[Seite 1230] ein Schmeichler, θώψ, sein, schmeicheln, sich gefällig zeigen, huldigen, dienen; σὺ ταῦτα θώπευε Soph. El. 389; ἄλλους O. C. 1338, vgl. 1007; σάφ' ἴσθι μή με θωπεύσοντά σε Eur. Heracl. 983; Ar. Equ. 48. 1112; ἐπιστάμενοι τὸν δεσπότην λόγῳ θωπεῦσαι Plat. Theaet. 475 a; Folgde; täuschen, betrügen durch Schmeichelei, Aesch. 3, 226 τὸν δῆμον.

Greek (Liddell-Scott)

θωπεύω: (θώψ) κολακεύω, περιποιοῦμαι θωπευτικῶς, Λατ. adulari, τινὰ Σοφ. Ο. Κ. 1003, 1336, Εὐρ. Ἡρακλ. 983, Ἀριστοφ. Ἀχ. 657, Ἱππ. 48˙ σὺ ταῦτα θώπευ’, ἂς εἶναι ἰδικόν σου ἔργον οὕτω νὰ κολακεύῃς, Σοφ. Ἠλ. 397˙ τὸν δεσπότην λόγῳ Πλάτ. Θεαίτ. 173Α˙ καιρὸν θ., ὡς τὸ καιρῷ θεραπεύειν, οἰκονομῶ τὰς περιστάσεις, Ψευδο-Φωκυλ. 87˙ - χαϊδεύω, ἵππον Ξεν. Ἱππ. 10, 13, Κυν. 6, 21˙ ἐπὶ κυνῶν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 29. – Παθ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 1116.

French (Bailly abrégé)

flatter, caresser.
Étymologie: θώψ.