ἱλάειρα

Revision as of 19:59, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ἡ,

   A mildly-shining, φλὸξ ἱλάειρα [ῐλᾰ] Emp.85; ἱλάειρα [ῑλᾱ] σελήνη Id.40: as pr. n., Cypr.Fr.8. (Prob. from ἱλαρός.)

German (Pape)

[Seite 1250] ἡ, σελήνη Empedocl. 170 (v. l. λάϊνα), φλόξ 240, mild glänzend, mit ἵλαος zusammenhangend, vgl. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

ἱλάειρα: ῐ, ἡ, ἱλαρῶς φωτίζουσα, φλὸξ Ἐμπεδ. 243· σελήνη ὁ αὐτ. παρὰ Πλουτ. 2. 920C. (Πιθαν. ἐκ τοῦς ἱλαρός).

French (Bailly abrégé)

ας;
adj. f.
bienfaisante.
Étymologie: ἵλαος.