ἰξευτής

Revision as of 19:59, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A fowler, birdcatcher, Lyc.105, LXXAm.8.1, AP9.824 (Eryc.), Cat.Cod.Astr.1.166, Apollod.Poliorc.152.2, Porph.Abst.1.53; ἰ. κῶρος BionFr.9.    II as Adj., catching with birdlime, ἰ. κάλαμοι AP6.152 (Agis).

German (Pape)

[Seite 1255] ὁ, dasselbe; Lycophr. 105; Eryc. 5 (IX, 824); auch adj., κάλαμοι Agis ep. (VI, 152).

Greek (Liddell-Scott)

ἰξευτής: -οῦ, ὁ, (ἰξεύω) ὡς τὸ ἰξευτήρ, ὁ συλλαμβάνων πτηνὰ διὰ τοῦ ἰξοῦ, ὀρνιθοθήρας, ἰξευτὰς κῶρος Βίων 2.1, πρβλ. Λυκόφρ. 105, Ἀνθ. Π. 9. 822. - Κάθ’ Ἡσύχ.: «ἰξευτής· στρουθοπιάστης». ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἰξευτικός, ἰξευταῖς καλάμοις αὐτόθι 6. 152.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
adj. m.
qui prend avec de la glu ; subst.ἰξευτής oiseleur qui chasse à la glu.
Étymologie: ἰξεύω.