καρανιστής
German (Pape)
[Seite 1325] ὁ, den Kopf, das Leben kostend, μόρος Eur. Rhes. 817.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρᾱνιστής: ῆρος, ὁ, ἀποβλέπων τὴν ἀποτομὴν τῆς κεφαλῆς, καρανιστῆρες ὀφθαλμωρύχοι δίκαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 186· - οὕτω, καρανιστὴς μόρος, θάνατος δι’ ἀποκεφαλισμοῦ, Εὐρ. Ρῆσ. 817.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
qui arrache la tête, la vie.
Étymologie: *καρανίζω de κάρα.