καταπτίσσω

Revision as of 20:00, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

   A grind to powder, Plu.2.449e, Nic.Dam.118J.

German (Pape)

[Seite 1373] zerstoßen, zermalmen; neben κατακόπτω Plut. da virt. mor. 10; Stob. fl. 123, 12.

Greek (Liddell-Scott)

καταπτίσσω: καὶ καταπτίττω, κατατρίβω εἰς κόνιν ἐν τῷ ἰγδίῳ ἢ ἐν τῇ μύλῃ, ὑπέροις σιδηροῖς κατέπτισσε καὶ κατέκοπτεν ἐκεῖνον, κατακοπανίζω, Πλούτ. 2. 449Ε˙ ἐν ὅλμῳ τὰ ὀστᾶ κ. Νικο. Δαμ. παρὰ Στοβ. 614. 20∙ καὶ ὁ παθ. πρκμ. κατέπτισμαι.

French (Bailly abrégé)

piler.
Étymologie: κατά, πτίσσω.