κατατιτράω

Revision as of 20:00, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

   A v. κατατετραίνω.

Greek (Liddell-Scott)

κατατιτράω: μεταγεν. τύπος τοῦ κατατετραίνω, Γαλην. 13. 10.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pf. Pass. κατατέτρημαι;
trouer, percer, acc..
Étymologie: κατά, τιτράω.