κατατιτράω
English (LSJ)
A v. κατατετραίνω.
Greek (Liddell-Scott)
κατατιτράω: μεταγεν. τύπος τοῦ κατατετραίνω, Γαλην. 13. 10.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pf. Pass. κατατέτρημαι;
trouer, percer, acc..
Étymologie: κατά, τιτράω.
A v. κατατετραίνω.
κατατιτράω: μεταγεν. τύπος τοῦ κατατετραίνω, Γαλην. 13. 10.
-ῶ :
pf. Pass. κατατέτρημαι;
trouer, percer, acc..
Étymologie: κατά, τιτράω.