κατατιτράω
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
v. κατατετραίνω.
French (Bailly abrégé)
κατατιτρῶ :
pf. Pass. κατατέτρημαι;
trouer, percer, acc..
Étymologie: κατά, τιτράω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-τιτράω doorboren.
German (Pape)
(τιτράω), durchbohren, durchstoßen; κατατετρημένας σήραγγας Plat. Tim. 70c; Sp., wie Strab. XV.702, Plut.
Russian (Dvoretsky)
κατατιτράω: просверливать, пробуравливать (τὴν σάρκα Plut.): σήραγγας ἔχειν κατατετρημένας Plat. быть пронизанным каналами, иметь полости.
Greek (Liddell-Scott)
κατατιτράω: μεταγεν. τύπος τοῦ κατατετραίνω, Γαλην. 13. 10.