A bewail, c. acc., AP7.574 (Agath.).
καταστονᾰχέω: μετὰ στεναγμῶν θρηνῶ, μετ’ αἰτιατ., οἰκτρὰ κατεστονάχησαν ἑταῖροι κείμενον Ἀνθ. Π. 7. 574.
-ῶ :déplorer.Étymologie: κατά, στοναχέω.