καταστοναχέω

Revision as of 20:00, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

   A bewail, c. acc., AP7.574 (Agath.).

Greek (Liddell-Scott)

καταστονᾰχέω: μετὰ στεναγμῶν θρηνῶ, μετ’ αἰτιατ., οἰκτρὰ κατεστονάχησαν ἑταῖροι κείμενον Ἀνθ. Π. 7. 574.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
déplorer.
Étymologie: κατά, στοναχέω.