κατοικητήριον

Revision as of 20:00, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

τό,

   A dwellingplace, abode, LXX Ex.12.20; κ. θεοῦ, δαιμονίων, Ep.Eph.2.22, Apoc. 18.2.

German (Pape)

[Seite 1402] τό, Wohnort, Aufenthaltsort, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

κατοικητήριον: τό, τόπος κατοικήσεως, κατοικία, Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. β', 22, Ἀποκ. ιη', 2.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu d’habitation, résidence, séjour.
Étymologie: κατοικέω.