κελαινοφαής

Revision as of 20:00, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ές,

   A black-gleaming, ὄρφνα κ. murky twilight, Ar.Ra. 1331 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1414] ές, schwarz, dunkel leuchtend, νυκτὸς κελ. ὄρφνα Ar. Ran. 1331.

Greek (Liddell-Scott)

κελαινοφαής: -ές, ἀμυδρῶς φωτίζουσα, ὄρφνα κ., φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ σκοτεινὸν λυκόφως, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1331.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui brille d’une lueur sombre, glauque.
Étymologie: κελαινός, φάος.