λυκόφως

From LSJ

Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 468
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκόφως Medium diacritics: λυκόφως Low diacritics: λυκόφως Capitals: ΛΥΚΟΦΩΣ
Transliteration A: lykóphōs Transliteration B: lykophōs Transliteration C: lykofos Beta Code: luko/fws

English (LSJ)

ωτος, τό, twilight, both of morning and evening, gloaming (cf. ἀμφιλύκη νύξ), Ael.NA10.26, Sch.Il.7.433, Hsch. s.v. λυκοειδέος, Eust.689.21, Sch.Ar.Ra.1385. (Variously expld. ll. cc.)

French (Bailly abrégé)

ωτος (τό) :
crépuscule (cf. ἀμφιλύκη et le franç. « entre chien et loup »).
Étymologie: *λύκη, lumière, ou λύκος, φῶς.

Greek (Liddell-Scott)

λῠκόφως: -ωτος, τό, σκιόφως τό τε πρὸ τῆς ἀνατολῆς καὶ τὸ μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, ὡς τὸ ἀμφιλύκη νύξ, Λατ. diluculum, ἰδὲ κατωτ. (Κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τῆς ῥιζικῆς λέξεως *λύκη (ὃ ἴδε), πρβλ. λύγη, σκιόφως· κατ’ ἄλλους ἐκ τοῦ λύκος, = λύκου φῶς, ὥρα καθ’ ἣν ὁ λύκος ἐξέρχεται ζητῶν λείαν, Αἰλ. π. Ζ. 10. 26, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Η. 433).

Greek Monolingual

το (AM λυκόφως, -ωτος)
το αδύνατο φως που υπάρχει αμέσως μετά τη δύση του ηλίου και που παραμένει ωσότου νυχτώσει, σύθαμπο, σούρουπο, σουρούπωμα, μούχρωμαἔνθεν τοι καὶ λυκόφως κέκληται ὁ καιρὸς οὗτος τῆς νυκτὸς ἐν ᾧ μόνος ἐκεῖνος τὸ φῶς ὑπὸ τῆς φύσεως προσλαβὼν ἔχει», Αιλ.)
νεοελλ.
μτφ. τελευταία περίοδος, δύση, παρακμή («το λυκόφως τών θεών»)
αρχ.
το λυκαυγές, το χάραμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκη (βλ. λύκη) + φῶς].

Greek Monotonic

λῠκόφως: -ωτος, τό (*λύκη), σκιερό φως πριν την ανατολή και μετά τη δύση του ηλίου, Λατ. diluculum.

Middle Liddell

λῠκό-φως, ωτος, [*λύκη
twilight, the gloaming, Lat. diluculum.

Mantoulidis Etymological

τό (=τό ἀμυδρό φῶς ὕστερα ἀπό τή δύση τοῦ ἤλιου). Ἀπό τό λύκη (φῶς) + φῶς. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό λύκη.

German (Pape)

τό, vulgärer Ausdruck, Eust. 449.12, Zwielicht, Dämmerlicht, Ael. N.A. 10.26, wie ἀμφιλύκη νύξ, nach Einigen von ΛΥΚΗ, Macrob. Saturn. 1.17, nach Anderen von λύκος, die Zeit, wenn der Wolf, wie andere Raubtiere, auf Beute ausgeht, od. von dessen grauer Farbe, nach dem Schol. Ap.Rh. 2.671 von λύγη od. gar für γλυκόφως.