κεφαλαργία

Revision as of 20:00, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ἡ, later form for κεφαλαλγία, Luc. Jud.Voc.4:— hence -αργέω, PMag.Par.1.136;

   A give one a headache, Hsch. s.v. ὠτοκοπεῖ.

German (Pape)

[Seite 1428] ἡ, att. für κεφαλαλγία, Greg. Cor. 158; vgl. Luc. Iud. voc. 4.

Greek (Liddell-Scott)

κεφαλαργία: ἡ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ κεφαλαλγία, Λουκ. Δίκη Φωνηέντ. 4· πρβλ. Schäf. Γρηγ. σ. 158· ― οὕτω κεφαλαργέω, (νῦν γράφεται κεφαλαλγέω), ἐνοχλῶ λαλῶν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ὠτοκοπεῖ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mal de tête.
Étymologie: par dissimil. de κεφαλαλγία.