κήτειος

Revision as of 20:01, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ον, (κῆτος)

   A of sea monsters, νῶτα Mosch.2.119; γένυες Nonn.D.39.240; πέλωρα Inscr.Perg.324.28: generally, monstrous, Hsch.    II Κήτειοι, οἱ, an unknown race in Mysia, Od.11.521, cf. Str.13.1.70.

German (Pape)

[Seite 1435] von großen Meerfischen, κητείοις νώτοισιν ἐφήμεναι, von den Nereiden, Hosch. 2, 119. – S. auch nom. pr. Κήτειοι. – In den VLL. steht auch κήτειον für γήτειον.

Greek (Liddell-Scott)

κήτειος: -α, -ον, (κῆτος) ἀνήκων εἰς κῆτος, ὁ τοῦ κήτους, νῶτα Μόσχ. 2. 115. ΙΙ. ἐν Ὀδ. Λ. 521, ἑταῖροι Κήτειοι, εἶναι ἄγνωστός τις λαὸς τῆς Μυσίας, πρβλ. Στράβ. 616. Καθ’ Ἡσύχ. «Κήτειοι· γένος Μυσῶν· ἀπὸ τοῦ παραρρέοντος ποταμοῦ Κήτεος. ἢ μεγάλοι».

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de cétacé, de gros poisson de mer.
Étymologie: κῆτος.