κροτητός
English (LSJ)
ή, όν,
A stricken, sounding with blows, κάρα A.Ch. 428. 2 κ. ἅρματα rattling, bumping chariots, S.El.714; κροτητὰ πηκτίδων μέλη music struck from the harp, Id.Fr.241. II τὰ κροτητά, 1 cakes of some kind, E.Fr.467.4. 2 much-trodden places, Thphr.HP6.6.10.
Greek (Liddell-Scott)
κροτητός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., κτυπημένος, ἠχῶν ἐκ τῶν κτυπημάτων, κάρα Αἰσχύλ. Χο. 428. 2) κρ. ἅρματα, κροτοῦντα, θορυβωδῶς ἠχοῦντα, (πρβλ. κροτέω Ι), Σχόλ. εἰς Ἠλ. 714· κροτητὰ πηκτίδων μέλη, παιζόμενα διὰ τοῦ πλήκτρου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 227. ΙΙ. τὰ κροτητά, 1) εἴδη πλακουντίων, Εὐρ. Ἀποσπ. 470. 4. 2) καλῶς πεπατημένον μέρος (ἐπὶ ἐδάφους), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 retentissant;
2 frappé.
Étymologie: adj. verb. de κροτέω.