κυβεῖον

Revision as of 20:01, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

τό,

   A gaming-house, Aeschin.1.78.

German (Pape)

[Seite 1522] τό, ein Ort, wo man Würfel spielt; διημέρευεν ἐν τῷ κυβείῳ, οὗ ἡ τηλία τίθεται κα, τοὺς ἀλεκτρυόνας συμβάλλουσι καὶ κυβεύουσι, Aesch. 1, 53.

Greek (Liddell-Scott)

κῠβεῖον: τό, κυβεύω κυβευτήριον, τόπος εἰς ὃν μετέβαινον οἱ κυβεύοντες καὶ ἔπαιζον κύβους, Αἰσχίν. 8. 22.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
maison de jeu.
Étymologie: κύβος.