κυβεύω
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
English (LSJ)
A play at dice, Cratin.195, Ar.Ec.672, Isoc.15.287, etc.
2 metaph., run a risk or run a hazard, περὶ διπλασίων X.HG6.3.16, cf. Plu.Art.17; περὶ τοῖς φιλτάτοις Pl.Prt. 314a; κ. τῷ βίῳ Plb.Fr. 6.
II trans., run the risk of, venture on, κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἄρη E.Rh.446:—Pass., to be staked, AP7.427.13 (Antip.Sid.).
2 c.acc.pers., cheat, defraud, Arr.Epict.2.19.28, cf. 3.21.22.
German (Pape)
[Seite 1523] mit Würfeln spielen, wü rse in; Ar. Eccl. 672; Isocr. u. A.; περὶ διπλασίων, um das Doppelte, Xen. Hell. 3, 6, 16; περὶ χιλίων δαρεικῶν plut. Artax. 17; πρὸς ἀλλήλους περὶ τῶν γυναικῶν Ath. X, 444 f. – Übertr., aufs Spiel setzen, wagen; τὸν πρὸς Ἀργείους Ἄρην Eur. Rhes. 446; καὶ κινδυνεύειν περὶ τοῖς φιλτάτοις Plat. Protag. 314 a; vgl. Mel. 73 (XII, 47); auch τῷ βίῳ, Pol. bei Suid.; – τὸ κυβευθὲν πνεῦμα, Antp. Sid. 93 (VII, 427).
French (Bailly abrégé)
jouer aux dés : περὶ διπλασίων sur une mise double.
Étymologie: κύβος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυβεύω [κύβος] dobbelen:. περὶ διπλασίων om een dubbele inzet Xen. Hell. 6.3.16. overdr. spelen om, op het spel zetten:; περὶ τοῖς φιλτάτοις κυβεύειν het dierbaarste op het spel zetten Plat. Prot. 314a; pass.: τὸ κυβευθὲν πνεῦμα het leven dat op het spel gezet is AP 7.427.13.
Russian (Dvoretsky)
κῠβεύω:
1 играть в кости: κ. περὶ χιλίων δαρεικῶν Plut. играть на тысячу дариков; κ. περὶ διπλασίων Xen. делать в игре двойную ставку;
2 ставить на карту, рисковать: κ. καὶ κινδυνεύειν περὶ τοῖς φιλτάτοις Plat. рисковать самым дорогим; κ. τὸν πρὸς Ἀργείους Ἄρην Eur. отважиться на бой с аргивянами; τὸ κυβευθὲν πνεῦμα Anth. поставленная на карту жизнь.
Greek Monolingual
(Α κυβεύω) κύβος
νεοελλ.
ασκώ κυβεία χρηματιστηριακών αξιών
μσν.
(συν. σχετικά με χρυσό) νοθεύω
αρχ.
1. παίζω τους κύβους, ρίχνω τα ζάρια («ἕτεροι δ' ἐν τοῖς σκιραφείοις κυβεύουσι», Ισοκρ.)
2. ριψοκινδυνεύω, διακινδυνεύω
(«οὐδέ γε τῶν κυβευτῶν οἵτινες αὖ, ἐὰν ἕν τι ἀποτύχωσι, περὶ διπλασίων κυβεύουσι», Ξεν.)
3. εξαπατώ, παραπλανώ, ξεγελώ.
Greek Monotonic
κῠβεύω: μέλ. -σω, (κύβος),
1. παίζω στα ζάρια, σε Αριστοφ. κ.λπ.
2. μεταφ., διατρέχω κίνδυνο, ριψοκινδυνεύω, διακυβεύω, σε Ξεν. κ.λπ.· με αιτ., ρισκάρω, διακινδυνεύω σε, σε Ευρ. — Παθ., τίθεμαι σε κίνδυνο, διακυβεύομαι, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβεύω: (κύβος) παίζω τοὺς κύβους, Κρατῖν. ἐν «Πυτίνῃ» 13, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 672, Ἰσοκρ., κτλ. 2) μεταφ., ῥιψοκινδυνεύω, διακινδυνεύω, περὶ διπλασίων Ξεν. Ἑλλ. 6. 3. 16· περὶ τοῖς φιλτάτοις Πλάτ. Πρωτ. 314Α· κ. τῷ βίῳ Πολύβ. παρὰ τῷ Σουΐδ. ΙΙ. μεταβ., διακινδυνεύω, ἀποτολμῶ, κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἄρην Εὐρ. Ῥῆσ. 446· ― Παθ., τὸ κυβευθὲν πνεῦμα Ἀνθ. Π. 7. 427, πρβλ. κινδυνεύω. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἀπατῶ, ἐξαπατῶ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 19, 28.
Middle Liddell
κῠβεύω, fut. -σω κύβος
1. to play at dice, Ar., etc.
2. metaph. to run a risk or hazard, Xen., etc.; c. acc. to hazard, venture on, Eur.:—Pass. to be set upon a stake, Anth.