κώλυμα

Revision as of 20:01, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A hindrance, τί γὰρ ἐμπόδιον κ. ἔτι μοι; E.Ion862 (anap.); κ. θεῶν ἢ ἡρώων Th.5.30; βασιλικὸν κ. PFrankf.1.100 (iii B.C.): pl., κωλύματα καὶ βλάβαι D.H.9.9: c.inf., hindrance against, ἅμαξα κ. οὖσα προσθεῖναι [τὰς πύλας] Th.4.67; κωλύματα μὴ αὐξηθῆναι [τὸ Ἑλληνικόν] Id.1.16: c. gen., κ. φορᾶς impediment to motion, Pl. Cra.418e; ἐνεργείας Ocell.4.12: c. dat., [τῷ αἵματι] Hp.Flat.8: κ. καὶ σίνος πρὸς εὐκαρπίαν Thphr.CP2.7.5.    II defence against a thing, σβεστήρια κ. Th.7.53: c. gen., κ. δηλητηρίων Hdn.1.17.10.

German (Pape)

[Seite 1542] τό, das Hinderniß, die Abhaltung, Schwierigkeit; τί γὰρ ἐμπόδιον κώλυμ' ἔτι μοι Eur. Ion 862; κώλυμα οὖσα προσθεῖναι, = κωλύουσα, Thuc. 4, 67; auch κωλύματα ἐπεγένετο μὴ αὐξηθῆναι, Hinderniß am Wachsthum, 1, 16; κώλ. θεῖον 5, 30; φορᾶς Plat. Crat. 418 c; Xen. Hell. 7, 5, 12; Sp., μὴ κωλύματα καὶ βλάβαι γένωνται D. Hal. 9, 9; Plut. Num. 8; auch κώλυμα δηλητηρίων, ein Schutzmittel gegen Gift, Hdn. 1, 17, 23.

Greek (Liddell-Scott)

κώλῡμα: τό, ἐμπόδιον, κώλυμα, τί γὰρ ἐμπόδιον κ. ἔτι μοι; Εὐρ. Ἴων. 862 (ἀναπ.)· κ. θεῖον Θουκ. 5. 30· μετ’ ἀπαρ., ἐμπόδιον ἐναντίον…, κ. προσθεῖναι τὴν πύλην ὁ αὐτ. ἐν 4. 67· κ. μὴ αὐξηθῆναι τὸ Ἑλληνικὸν ὁ αὐτ. ἐν 1. 16· μετὰ γεν., κ. φορᾶς, ἐμπόδιον εἰς κίνησιν, Πλάτ. Κρατ. 418Ε. ΙΙ. προφύλαξις ἐναντίον τινός, σβεστήρια κωλύματα, προφύλαξις ἐναντίον τοῦ πυρός, Θουκ. 7. 53· μετὰ γεν., Ἡρῳδιαν. 1. 17, 13, Πρβλ. κωλύμη.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
obstacle, empêchement.
Étymologie: κωλύω.