Κρονιάς

Revision as of 20:01, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

άδος, ἡ, fem. of Κρόνιος: αἱ K. (sc. ἡμέραι), = Saturnalia, Plu.Cic.18.

Greek (Liddell-Scott)

Κρονιάς: -άδος, ἡ, ἴδε ἐν λ. Κρόνιος.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
de Saturne à Rome : Κρονιάδες ἡμέραι les Saturnales.
Étymologie: Κρόνος.