Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
άδος, ἡ, fem. of Κρόνιος: αἱ K. (sc. ἡμέραι), = Saturnalia, Plu.Cic.18.
Κρονιάς: -άδος, ἡ, ἴδε ἐν λ. Κρόνιος.
άδοςadj. f.de Saturne à Rome : Κρονιάδες ἡμέραι les Saturnales.Étymologie: Κρόνος.