ῆρος, ὁ, Ion. and Ep. for κρατήρ (q.v.). κρητηρίζω,
A v. κρατηρίζω.
κρητήρ: -ῆρος, ὁ, Ἰων. καὶ Ἐπικ. κρατήρ, ὁ μόνος παρ᾿ Ὁμ. τύπος.
ion. c. κρατήρ.