ον,
A ruining the people, destructive, c.gen., στάσις Ἑλλήνων λ. Thgn.781.
λᾱοφθόρος: -ον, καταστρέφων τὸν λαόν, καταστρεπτικός, μετὰ γεν., Θέογν. 781.
ος, ον :qui détruit ou perd le peuple.Étymologie: λαός, φθείρω.