κρωβύλος

Revision as of 20:01, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

(parox., v. Hdn.Gr.1.163), ὁ,

   A roll or knot of hair on the crown of the head, worn at Athens, κρωβύλον ἀναδούμενοι Th.1.6, cf. Antiph.189, Sch.Ar.Nu.980.    2 nickname of the orator Hegesippus, Aeschin.3.118.    3 name of a πορνοβοσκός: prov., Κρωβύλου ζεῦγος 'a precious pair', Lib.Ep.91.2, Hsch., etc.    II tuft of hair on a helmet, X.An.5.4.13.

German (Pape)

[Seite 1517] ὁ (so der Accent nach Arcad. 56, 11, eigtl. = κορυμβύλος), eine Art Haarflechte, Haarschopf, mitten auf dem Scheitel emporstehend, χρυσῶν τεττίγων ἐνέρσει κρωβύλον ἀναδούμενοι τῶν ἐν τῇ κεφαλῇ τριχῶν Thuc. 1, 6, nach dem Schol. εἶδος πλέγματος τῶν τρι χῶν ἀπὸ ἑκατέρων εἰς ὀξὺ ἀπολῆγον; vgl. Schol. Ai. Vesp. 1259 u. Nubb. 980. Es war bei den Athenern bes. die Haartracht der vornehmen Kinder, entsprechend dem κόρυμβος der Jungfrauen. Obwohl bei Ath. XII, 512 b u. Ael. V. H. 4, 22 in derselben Vrbdg κορύμβους steht. – Bei Xen. An. 5, 4, 13, εἶχον κράνη σκύτινα κρωβύλον ἔχοντα κατὰ μέσον τιαροειδῆ, ist es ein Haarbüschel auf dem Helme.

Greek (Liddell-Scott)

κρωβύλος: ῠ, (οὐχὶ κρώβυλος, ὡς συχνάκις ἐν τοῖς Ἀντιγράφ.), ὁ, πλέγμα τριχῶν ἀνηγμένον ἐπὶ τὴν κορυφὴν καὶ ἀποτελοῦν εἶδος κόμβου, ἐν χρήσει πρὸ τῶν χρόνων τοῦ Θουκυδ. ἐν Ἀθήναις, «οἱ πρεσβύτεροι... τῶν εὐδαιμόνων, διὰ τὸ ἁβροδίαιττον, οὐ πολὺς χρόνος ἐπειδὴ χιτῶνάς τε λινοῦς ἐπαύσαντο φοροῦντες, καὶ χρυσῶν τεττίγων ἐνέρσει κρωβύλον ἀναδούμενοι τῶν ἐν τῇ κεφαλῇ τριχῶν» Θουκ. 1. 6, Ἀνθ. Π. 6. 155, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 980, Σφ. 1259, Ἀντιφ. ἐν «Παροιμιαζομένῳ» 2· ― ὅμοιον πλέγμα ἢ κτένισμα τῶν κορασίων ἐκαλεῖτο κόρυμβος, Winckelm. Gesch. der Kunst. 5. 1, 14, Vorläufige Abhandl. 4. 66, μετὰ τῶν σημειώσεων· ― δικτυοειδές τι πλέγμα πρὸς συγκράτησιν τῆς κόμης ἐκαλεῖτο κρωβύλη, κατὰ τὸν Σέρβιον εἰς Αἰνειάδα 4. 138. 2) σκωπτικὸν ἐπώνυμον τοῦ ῥήτορος Ἠγησίππου, Αἰσχίν. 70. 16· περὶ τούτου ἴδε Thirlwall Hist. of Greece 6. σ. 20, n. ΙΙ. λόφος τριχῶν ἐπὶ περικεφαλαίας, Ξεν. Ἀν. 5. 4. 13.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 touffe de cheveux sur le sommet de la tête, sorte de toupet;
2 crinière sur le sommet d’un casque.
Étymologie: DELG pê emprunt.