[Seite 35] ωνος, weiß gekleidet, ἥπατα, Batrachom. 37.
λευκοχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, λευκὸν χιτῶνα φορῶν, ἥπατα Βατρ. 37.
ωνος (ὁ, ἡ)à tunique blanche.Étymologie: λευκός, χιτών.