[τρᾰ], ον,
A long-necked, AP5.134, Str.17.3.19 (Comp.), D.S.2.50, Gal.2.429 (Comp.).
μακροτράχηλος: -ον, ὁ ἔχων μακρὸν τράχηλον, Ἀνθ. Π. 5. 135, Διόδ. 2. 50.
ος, ον :au long cou.Étymologie: μακρός, τράχηλος.