μακροτράχηλος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
[τρᾰ], ον long-necked, AP5.134, Str.17.3.19 (Comp.), D.S.2.50, Gal.2.429 (Comp.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au long cou.
Étymologie: μακρός, τράχηλος.
German (Pape)
langhalsig, DS. 2.50; von der Flasche, Ep.adesp. 77 (V.135).
Russian (Dvoretsky)
μακροτράχηλος: (ρᾰ)
1 с длинной шеей (κάμηλος Diod.);
2 с длинной шейкой, длинногорлый (sc. λάγυνος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μακροτράχηλος: -ον, ὁ ἔχων μακρὸν τράχηλον, Ἀνθ. Π. 5. 135, Διόδ. 2. 50.
Greek Monolingual
μακροτράχηλος, -ον (AM, Μ και μακρυτράχηλος)
αυτός που έχει μακρύ τράχηλο, μακρύ λαιμό, μακρολαίμης.
Greek Monotonic
μακροτράχηλος: -ον, αυτός που έχει μακρύ λαιμό, σε Ανθ.