μακροτράχηλος

English (LSJ)

[τρᾰ], ον long-necked, AP5.134, Str.17.3.19 (Comp.), D.S.2.50, Gal.2.429 (Comp.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au long cou.
Étymologie: μακρός, τράχηλος.

German (Pape)

langhalsig, DS. 2.50; von der Flasche, Ep.adesp. 77 (V.135).

Russian (Dvoretsky)

μακροτράχηλος: (ρᾰ)
1 с длинной шеей (κάμηλος Diod.);
2 с длинной шейкой, длинногорлый (sc. λάγυνος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μακροτράχηλος: -ον, ὁ ἔχων μακρὸν τράχηλον, Ἀνθ. Π. 5. 135, Διόδ. 2. 50.

Greek Monolingual

μακροτράχηλος, -ον (AM, Μ και μακρυτράχηλος)
αυτός που έχει μακρύ τράχηλο, μακρύ λαιμό, μακρολαίμης.

Greek Monotonic

μακροτράχηλος: -ον, αυτός που έχει μακρύ λαιμό, σε Ανθ.

Middle Liddell

μακρο-τράχηλος, ον
long-necked, Anth.