ου, ὁ,
A dishsnatcher, Epigr. ap. Hegesand.1.
λοπᾰδαρπᾰγίδης: -ου, ὁ, ὁ ἁρπάζων τὰς (πλήρεις φαγητοῦ) λοπάδας, Ἀνθ. Π. Παράρτ. 288.
ου (ὁ) :qui pille les plats, goinfre.Étymologie: λοπάς, ἁρπάζω.