τό, Dim. of λύγξ (A), Callix.2.
λυγκίον: τό, ὑποκορ. τοῦ λύγξ, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 201C.
ου (τό) :petit lynx, animal.Étymologie: λύγξ¹.