μαρούλιον

Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

τό,

   A = θριδακίνη, lettuce, Gp.12.1.2, Alex.Trall.2, Verm. p.593 P.; cf. μαιούλιον.

Greek (Liddell-Scott)

μαρούλιον: τό, μεταγενεστέρα λέξις ἀντὶ τοῦ θριδακίνη, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. 156.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
grec tardif;
laitue, plante.
Étymologie: DELG pê emprunté au lat. amarulla = lactuca.