μαστροπεία

Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ἡ,

   A pandering, X.Smp.3.10, Plu.2.632e.

Greek (Liddell-Scott)

μαστροπεία: ἡ, τὸ ἔργον τοῦ μαστροποῦ, ἐπὶ μαστροπείᾳ μέγα φρονεῖν Ξεν. Συμπ. 3, 10, Πλούτ. 2. 632D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
excitation à la débauche.
Étymologie: μαστροπεύω.