μαστροπεύω

From LSJ

μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστροπεύω Medium diacritics: μαστροπεύω Low diacritics: μαστροπεύω Capitals: ΜΑΣΤΡΟΠΕΥΩ
Transliteration A: mastropeúō Transliteration B: mastropeuō Transliteration C: mastropeyo Beta Code: mastropeu/w

English (LSJ)

= προαγωγεύω, τινα X.Smp.4.57; μ. τινὰ πρὸς τὴν πόλιν seduce one into public life, ib.8.42, cf. Luc.Tim.16: metaph., αἰσθήσεις μ. ἡδονῇ Ph.1.40.

French (Bailly abrégé)

prostituer.
Étymologie: μαστροπός.

German (Pape)

verkuppeln, im eigtl. Sinne und übertragen; Xen. Symp. 4.57; πρὸς τὴν πόλιν, 8.42; Sp., wie Luc. Tim. 16.

Russian (Dvoretsky)

μαστροπεύω:
1 сводничать, совращать Xen., Luc.;
2 перен. склонять, сближать (τινὰ πρός τι Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

μαστροπεύω: ἐνεργῶ ὡς μαστροπός, = προαγωγεύω, Ξεν. Συμπ. 4. 57· μ. τινὰ πρὸς τὴν πόλιν, προξενεύω τινὰ πρὸς τὴν πόλιν, ὅπως πράττῃ τὰ πολιτικά, αὐτόθι 8. 42, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 16· μεταφορ., μ. τινὶ Φίλων 1. 40.

Greek Monolingual

μαστροπεύω) μαστροπός
εκτελώ το έργο του μαστροπού, είμαι προαγωγός, κάνω τον ρουφιάνο, ωθώ κάποιον σε ασέλγεια, σπρώχνω κάποιον στην πορνεία, εκμαυλίζω
αρχ.
1. μτφ. παρασύρω, γοητεύω («αἰσθήσεις μαστροπεύειν ἡδονῇ», Φιλ.)
2. φρ. «μαστροπεύω τινὰ πρὸς τὴν πόλιν» — παρασύρω κάποιον να ασχοληθεί με τα πράγματα της πόλης, με την πολιτική.

Greek Monotonic

μαστροπεύω: μέλ. -σω, εξωθώ άλλα άτομα στην πορνεία, σε Ξεν.· μαστροπεύω τινὰπρὸς τὴν πόλιν, ελκύω κάποιον στον δημόσιο βίο, στον ίδ.

Middle Liddell

μαστροπεύω, fut. -σω
to play the pandar, Xen.; μ. τινὰ πρὸς τὴν πόλιν to seduce one into public life, Xen. [from μαστροπός

Translations

(make one a) prostitute

Danish: tvinge ind i prostitution; Finnish: saattaa häpeään, prostituoida; Galician: prostituír; German: prostituieren; Greek: βγάζω στην πιάτσα, βγάζω στο κλαρί, βγάζω στο κουρμπέτι, βγάζω στο πεζοδρόμιο, εκδίδω, εκπορνεύω; Ancient Greek: διαμαστροπεύω, καταπορνεύω, μαστροπεύω, μαυλίζω, πορνεύω, προαγωγεύω; Latin: prostituo; Latvian: prostituēt; Macedonian: проституира; Polish: prostytuować, sprostytuować; Portuguese: prostituir; Romanian: prostitua; Spanish: prostituir; Swahili: ukahaba