μεταλλεία

Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ἡ,

   A searching for metals and the like, mining, Pl.Criti.114e, Lg.842d (pl.), Str.3.2.9, al.: in pl., concrete, mines, Id.3.2.3.    2 mining operations in a siege, D.S.16.74.    3 underground channel, Pl.Lg.761c.    4 metaph., μεγαλόδωρος ἡ μ. τοῦ ἀληθοῦς Max.Tyr.17.2.

German (Pape)

[Seite 149] ἡ, das Aufsuchen des Wassers und besonders der Metalle unter der Erde durch Gruben, Stollen und Schachte, ὅσα ὑπὸ μεταλλείας ὀρυττόμενα, Plat. Critia. 114 e; τὸ πολὺ τοῦ ἀργύρου βαθείαις καὶ κακοπάθοις μεταλλείαις εὑρίσκεται, Ath. VI, 233 e. – Daher = Graben, συνάγοντες μεταλλείαις τὰ πηγαῖα ὕδατα, Plat. Legg. IV, 761 c; Mine, D. Sic. 16, 74; Ael. N. A. 16, 15.

Greek (Liddell-Scott)

μεταλλεία: ἡ, (μεταλλεύω) τὸ ἀναζητεῖν μέταλλα καὶ τὰ ὅμοια, ἡ ἐκμετάλλευσις, Πλάτ. Κριτί. 114Ε, Νόμ. 842D. 2) ὑπονομευτικὰ ἔργα ἐν πολιορκίᾳ, Διόδ. 16. 74. 3) ὑπόγειος ὀχετός, Πλάτ. Νόμ. 761C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 travail de mine;
2 opérations de mine dans un siège;
3 mine, fosse.
Étymologie: μέταλλον.