μικρολογέω
German (Pape)
[Seite 184] ein μικρολόγος sein, im Kleinen, Kleines durchgehen und erzählen, D. Hal. de vi Dem. 21, 28; bes. im med., μὴ λίαν μικρολογεῖσθε, Xen. Hell. 3, 1, 26, ἥκω οὐ μικρολογησόμενος, οὐδὲ περὶ τῶν ὀνομάτων μαχούμενος, Lys. 33, 3; περί τι, Plut. adul. et am. discr. 49; πρὸς τοὺς θεούς, reg. apophth. p. 100, wie Luc. Navig. 28; – μικρολογητέον, man muß knausern, Plut. reip. ger. pr. 30.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ou plus souv. Moy. μικρολογέομαι-οῦμαι;
être minutieux, pointilleux, chicaneur : περί τινα, πρός τινα faire des difficultés avec qqn.
Étymologie: μικρός, λόγος.