μητρίς

Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

(sc. γῆ), ίδος, ἡ,

   A one's mother country (cf. πατρίς), Cret. word in Pl.R.575d, Plu.2.792e, cf. Pherecr.220; μ. δέ τοι, οὐ πατρίς ἐστιν Epigr. ap. Paus.10.24.2.

German (Pape)

[Seite 179] ίδος, ἡ, tem. zum Vorigen, sc. γῆ, wie πατρίς, Mutterland; Plat. Rep. IX, 575 d; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μητρίς: (δηλ. γῆ) ὁ τόπος τῆς μητρός τινος (πρβλ. πατρίς), Κρητ. λέξ. ἐν Πλάτ. Πολ. 575D, Πλούτ. 2. 792Ε· μητρίς δέ τοι, οὐ πατρίς ἐστιν Ἐπιγρ. παρὰ Παυσ. 10. 24, 2.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
s.e. γῆ;
la terre natale.
Étymologie: μήτηρ.