μωλωπίζω

Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

   A beat and bruise severely, τινα Aq.Ca.5.7:—Pass., μεμωλωπις μένος marked with stripes, Plu.2.126c.    II resemble mosquito bites, Herod.Med. ap. Aët.5.129.

German (Pape)

[Seite 225] Striemen machen, D. L. 7, 23; Plut. de san. tuend. p. 387 vrbdt συμπεφυρμένον πολλῷ τῷ ἀλλοτρίῳ καὶ μεμωλωπισμένον.

Greek (Liddell-Scott)

μωλωπίζω: τραυματίζω ἰσχυρῶς, τινὰ Ἀκύλας ἐν Παλαιᾷ Διαθ.· - παθ., μεμωλωπισμένος φέρων σημεῖα κακώσεως καὶ πληγῶν, «πληγωμένος», Πλούτ. 2. 126C.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐμωλώπισα, part. pf. Pass. μεμωλωπισμένος;
meurtrir.
Étymologie: μώλωψ.