ον,
A with but one child, E.HF1021 (lyr.), Paul.Al. O.2.
[Seite 205] mit einem Kinde, Πρόκνη, Eur. Herc. Fur. 1021.
μονότεκνος: -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον τέκνον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1021, Ἐκκλ.
ος, ον :qui n’a qu’un enfant.Étymologie: μόνος, τέκνον.