τό, name of an
A eye-salve, Alex. Trall.2.
[Seite 210] τό, eine Augensalbe, Alex. Trall.
μουσάριον: τό, ἀλοιφή τις τῶν ὀφθαλμῶν, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. 129.
ου (τό) :collyre.Étymologie: μοῦσα.