ἀλοιφή

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλοιφή Medium diacritics: ἀλοιφή Low diacritics: αλοιφή Capitals: ΑΛΟΙΦΗ
Transliteration A: aloiphḗ Transliteration B: aloiphē Transliteration C: aloifi Beta Code: a)loifh/

English (LSJ)

ἡ, (ἀλείφω)
A anything with which one can smear or anoint; esp. hog's-lard, grease, either in carcase, Il.9.208, or when melted for use, 17.390.
2 unguent, Od.6.220, 18.179.
3 paint, varnish, etc., Pl.Criti.116b, cf. IG22.463.85, LXX Mi.7.11, etc.; νεώς Polyaen. 5.34.
II anointing, laying on of unguents or paint, ἀ. μύρων Pl.Alc.1.122c.
III erasure, LXX Ex.17.14, Plu.2.611a.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
• Grafía: graf. ἀλιφή IG 22.463.85 (IV a.C.), ἀλυφή PRyl.227.19 (III a.C.)
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1manteca, tocino σύες θαλέθοντες ἀλοιφῇ Il.9.467, cf. 208, Od.8.476, βοὸς ... περιφλίοντος ἀλοιφῇ Nic.Al.62
grasa o sebo usado para curtir βοείην ... μεθύουσαν ἀλοιφῇ Il.17.390, para la cuerda del arco Od.21.179.
2 aceite, ungüento para frotarse χρῶτ' ἀπονίπτεσθαι ἀλοιφῇ Od.18.179, cf. 6.220, A.Fr.355.2, τριτάτη (κρήνη) δὲ θυώδεϊ νᾶεν ἀλοιφῇ A.R.3.224, ἀλοιφῇ νεκταρέῃ φαίδρυνε περὶ χρόα A.R.3.831, cf. 1042, ἀλοιφαῖς καὶ κοσμήσεσιν Plu.Thes.23.
3 pintura, estuco de muros, Pl.Criti.116b, ἀλοιφὴ πλίνθου LXX Mi.7.11
de la pintura de una nave, Polyaen.5.34, ἀ. ἐρυθρά en el rostro de una estatua, Paus.2.2.6
propóleos revoque o enlucido resinoso en la parte interior de las colmenas, Arist.HA 624a17, cf. Gp.15.3.3
fig. ἀνελευθερίας ἀ. la pintura o el color del servilismo Plu.2.565c.
4 acción de ungirse, unción c. gen. μύρων Pl.Alc.1.122c
fig. entrenamiento οἶα δὴ γυμνασίων ἀνὴρ καὶ ἀλοιφῆς ... ἀσκητής Hld.10.31.5, cf. D.C.46.17.3.
II tachadura ἀλοιφῇ ἐξαλείφω τὸ μνημόσυνον LXX Ex.17.14, cf. Plu.2.611a.
• Diccionario Micénico: a-ro-pa.
• Etimología: Cf. ἀλείφω.

German (Pape)

[Seite 109] ἡ, Salbe, Oel, Fett; Hom. zehnmal, überall Versende; – besonders Schweinefett; Iliad. 9, 208 συὸς σιάλοιο ῥάχιν τεθαλυῖαν ἀλοιφῇ, 9, 467. 23, 32 σύες (ὕες) θαλέθοντες ἀλοιφῇ, Od. 8, 476 νώτου ἀργιόδοντος ὑός, θαλερὴ δ' ἶν ἀμφὶς ἀλοιφή, 13, 410 τά θ' ὕεσσι τρέφει τεθαλυῖαν ἀλοιφήν; – zum Geschmeidigmachen gebraucht Iliad. 17, 390. 392 βοείην, μεθύουσαν ἀλοιφῇ, δύνει δέ τ' ἀλοιφή, Od. 21, 179 ἐπιχρίοντες ἀλοιφῇ; – zum Salben, Olivenöl, Od. 6, 220 ἀμφὶ δ' ἐλαίῳ χρίσομαι· ἦ γὰρ δηρὸν ἀπὸ χροός ἐστιν ἀλοιφή; 18, 179 ἐπιχρίεσθαι ἀλοιφῇ, Scholl. ἀλοιφῇ: ἐλαίῳ, vgl. Apoll. lex. Hom. p. 23, 14. – Bei Plut. der Pechüberzug bei Schiffen, der Überzug von Schminke u. Farbe, vgl. Plat. Crit. 116 b Alc. I, 122 c. – Das Salben Plut. Thes. 23. – Das Ausgelöschte, litura, Plut. cons. ad ux. 8.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 saindoux, graisse;
2 toute substance servant à oindre, onguent, huile;
3 vernis, couleur.
Étymologie: ἀλείφω.

Russian (Dvoretsky)

ἀλοιφή:
1 жир, сало (ὑός Hom.);
2 мазь, масло (ἐπιχρίεσθαι ἀλοιφῇ Hom.);
3 обмазка, штукатурка Plat.;
4 перен. налет (ἀνελευθερίας Plut.);
5 смазывание, натирание (μύρων ἀλοιφαί Plat.; αἱ περὶ τὴν χροιὰν ἀλοιφαί Plut.);
6 подчистка (sc. ἐν τῷ βιβλίῳ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλοιφή: ἡ, (ἀλείφω) πᾶν πρᾶγμα δι’ οὗ δύναταί τις νὰ χρίσῃ ἢ ν’ ἀλείψῃ τι: παρ’ Ὁμ., τὸ πλεῖστον, λίπος χοίρινον, εἴτε ὠμὸν (Ἰλ. Ι. 208), εἴτε ἀναλελυμένον καὶ ἕτοιμον πρὸς χρῆσιν (Ρ. 390): ὡσαύτως ἐπὶ ἀλοιφῆς καθιστώσης τὰ μέλη τοῦ σώματος εὔκαμπτα καὶ τὸ δέρμα λεῖον καὶ ἁπαλόν, καὶ ἡ χρῆσις τῆς λέξεως ἐν ταύτῃ τῇ σημασίᾳ εἶναι τόσον ἀρχαία ὅσον καὶ ἡ Ὀδύσσεια (Ζ. 220, Σ. 179): ἀκολούθως, καθόλου: ἀλοιφή, πίσσωμα, γάνωμα, ἐπίβλημα ψιμυθίου ἢ βαφῆς, κτλ., Πλάτ. Κριτί. 116Β, Πλούτ. 2. 565C. ΙΙ. ἐπάλειψις, χρωματισμός, ἀλ. μύρων, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 122C. III. ἡ ἀπάλειψις, ἐξάλειψις, Λατ. litura, Πλούτ. 2, 611Α.

English (Autenrieth)

(ἀλείφω): ointment, grease, fat; rubbed into a bow of horn to render it pliant, Od. 21.179.

Greek Monolingual

η (Α ἀλοιφή)
1. αυτό με το οποίο αλείφει ή αλείφεται κάποιος, επίχρισμα
2. φαρμακευτικό παρασκεύασμα από λίπος και άλλες ουσίες, που χρησιμεύει για την επάλειψη του σώματος, για θεραπευτικούς ή καλλωπιστικούς σκοπούς
3. μίγμα χρήσιμο για γάνωμα, καθαρισμό, στίλβωμα ή επάλειψη διαφόρων αντικειμένων
νεοελλ.
λέγεται μτφ. για κάθε παρασκεύασμα, ακόμη και φαγητό, σε ρευστή κατάσταση και με υπερβολικά λεία υφή
αρχ.
1. ζωικό λίπος και ιδιαίτ. το χοιρινό πάχος
2. άλειμμα, επάλειψη, χρωματισμός
3. εξάλειψη, απαλοιφή
4. στη μυκην. η λ. απαντά σε πινακίδα στην Πύλο και σημαίνει «λάδι για επάλειψη», «αλοιφή από ελαιόλαδο» (μυκην. a-ro-pa).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται μεταπτωτικά από το ρ. ἀλείφω.
ΠΑΡ. ἀλοιφῶ
αρχ.
ἀλοιφαῖος
μσν.
ἀλοιφεῖον νεοελλ. αλοιφάτος, αλοιφένιος.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλοιφόπιτα, αλοιφοφυράματα].

Greek Monotonic

ἀλοιφή: ἡ (ἀλείφω),
I. οτιδήποτε χρησιμοποιείται για επάλειψη, λαρδί, γράσο, αλοιφή, σε Όμηρ.
II. επάλειψη αλοιφής ή μπογιάς, ἀλ. μύρων, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἀλείφω
I. anything used for anointing, hog's-lard, grease, unguent, Hom.
II. laying on of unguents or paint, ἀλ. μύρων Plat.

English (Woodhouse)

fat, ointment

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Παράγωγο τοῦ ἀλείφω ὕστερα ἀπό ἑτεροίωση τοῦ ει σέ οι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἀλείφω.

Translations

ointment

Afrikaans: salf; Albanian: pomadë; Arabic: مَرْهَم‎, دَهُون‎; Armenian: քսուք; Azerbaijani: maz, məlhəm; Belarusian: мазь, бальзам; Bengali: মলম; Bulgarian: мехлем, мас, мазило; Burmese: လိမ်းဆေး; Catalan: pomada, ungüent; Chinese Cantonese: 藥膏/药膏; Mandarin: 軟膏/软膏, 膏, 藥膏/药膏; Czech: mast; Danish: salve; Dutch: zalf, smeersel; Esperanto: ungvento; Estonian: salv; Faroese: salva, sálva; Finnish: voide; French: pommade, onguent; Friulian: ongint; Galician: pomada, ungüento, bálsamo; Georgian: მალამო; German: Salbe, Balsam; Gothic: 𐍃𐌰𐌻𐌱𐍉𐌽𐍃; Greek: αλοιφή; Ancient Greek: ἄλειμμα, ἄλειππα, ἀλειπτήριον, ἄλειφαρ, ἄλιππα, ἀλοιφή, διάχρισμα, ἐπάλειμμα, σμῆγμα, σμῆμα, χρῖμα, χρῖσμα, χριστήριον; Mycenaean: 𐀀𐀩𐀞, 𐂘; Haitian Creole: ponmad; Hebrew: מִשְׁחָה‎; Hindi: मरहम, मलहम, बाम, लेप, औषधि; Hungarian: kenőcs; Icelandic: smyrsl; Indonesian: salap; Ingrian: voije, maazi; Irish: ungadh; Italian: pomata, unguento, balsamo; Japanese: 軟膏; Kazakh: май; Khmer: ថ្នាំលាប; Korean: 연고(軟膏); Kyrgyz: май, мазь; Lao: ຢານວດ, ຢາຂີ້ເຜີ້ງ, ຂີ້ເຜີ້ງ; Latin: unguentum; Latvian: ziede; Lithuanian: tepalas; Macedonian: маст, помада, мелем; Malay: salap; Maori: rongoā pani, pūreke, panikiri; Mongolian Cyrillic: тос; Norwegian Bokmål: salve; Nynorsk: salve; Old English: sealf; Pashto: ملهم‎, ملم‎; Persian: پُماد‎, مَرهَم‎; Plautdietsch: Saulw; Polish: maść; Portuguese: pomada; Romanian: unguent, pomadă, alifie; Russian: мазь, бальзам; Sanskrit: अञ्जस्, लेप; Serbo-Croatian Cyrillic: мѐлем, ма̑ст; Roman: mèlem, mȃst; Slovak: masť; Slovene: mazilo; Sorbian Lower Sorbian: žałba; Spanish: pomada, ungüento; Swahili: marhamu; Swedish: salva; Tagalog: hinas, banlos; Tajik: маз, марҳам, тило; Telugu: లేపనము; Thai: ครีม, ยาขี้ผึ้ง, ขี้ผึ้ง; Tocharian B: laupe, ṣalype; Turkish: merhem; Turkmen: melhem; Ukrainian: мазь, бальзам; Urdu: مَرہَم‎; Uyghur: ماي‎, مەلھەم‎; Uzbek: malham dori, maz, balzam; Vietnamese: pom-mát, thuốc mỡ, thuốc cao; Volapük: nugvet; Walloon: ôlmint, poumåde; Welsh: eli