μυστίλη

Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ἡ,

   A piece of bread scooped out as a spoon, to sup soup or gravy with, Ar.Eq.1168, Pherecr.108.5, Aret.CA1.4, Ath.3.126a, Poll.6.87.—The forms μιστύλη or μιστύλλη and μιστυλλάομαι, which occur in codd., are no doubt due to confusion with μιστύλλω.

Greek (Liddell-Scott)

μυστίλη: [ῑ], ἡ, ὡς τὸ μύστρον, κοῖλος ψωμός, τεμάχιον ἄρτου, κεκοιλωμένον ὡς κοχλιάριον, δι’ οὗ ἤσθιον τοὺς ζωμούς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1168, Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 5, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4, Ἀθήν. 126Α, Πολυδ. ϛʹ, 87· - ὑποκορ. μυστιλάριον, τό, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Οἱ τύποι μιστύλη ἢ μιστύλλη καὶ μιστυλλάομαι καθόλου ἀπαντῶσιν ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. βεβαίως ἐκ συγχύσεως πρὸς τὸ μιστύλλω· ἀλλὰ τοὺς ἄλλους τύπους ἀποδέχονται οἱ ἄριστοι τῶν γραμματικῶν, ἴδε Brunck εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 627.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
morceau de pain creusé en cuiller pour manger la soupe, ou en gén. pour puiser dans un plat.
Étymologie: DELG ?