μιστύλλω
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
cut up, in Hom. always of cutting up meat before roasting, μίστυλλόν τ' ἄρα τἆλλα καὶ ἀμφ' ὀβελοῖσιν ἔπειραν Il.1.465, cf. 9.210, al.; εὗσέ τε μίστυλλέν τε Od.14.75; μιστύλλουσι δρόμον Φαεθοντίδος αἴγλης, metaph., of a sun-dial, AP9.782 (Paul.Sil.): pres. part., Ar.Fr.409, Clidem.17: aor. 1 ἐμίστῡλα Semon.24: part. fem. μιστύλασα Lyc.154: Med. ἐμιστύλαντο [ῡ] Nonn. D. 21.115.
German (Pape)
[Seite 192] zerstückeln, das Fleisch in Stücke zerschneiden, bei Hom. immer von dem Fleisch, welches gebraten werden soll, μίστυλλόν τ' ἄρα τἄλλα καὶ ἀμφ' ὀβελοῖσιν ἔπειραν, Il. 1, 465 u. öfter; Clidem. bei Ath. XIV, 660 a u. sp. D. Auch hiervon wird die andere Schreibung μυστίλλω erwähnt (s. die Vorigen). Gewöhnlich führt man es auf μιω, = μινύθω, zurück. Verwandt ist wohl μίτυλος, μύτιλος, mutilus.
French (Bailly abrégé)
f. μιστυλῶ, ao. ἐμίστυλα;
couper la viande en menus morceaux, hacher.
Étymologie: μιστύλη.
Russian (Dvoretsky)
μιστύλλω:
1 (о мясе), рассекать, разрубать, (σπλάγχνα Hom.);
2 разделять, расчленять: δρόμον φαεθοντίδος αἴγλης μ. Anth. делить на части путь солнечного сияния, т. е. наносить деления на диск солнечных часов.
Greek (Liddell-Scott)
μιστύλλω: κατακόπτω, κόπτω εἰς τεμάχια, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς τομῆς τοῦ κρέατος εἰς τεμάχια πρὸ τῆς ὀπτήσεως μίστυλλον τ’ ἄρα τἆλλα καὶ ἀμφ’ ὀβελοῖσιν ἔπειραν Ἰλ. Α. 465, πρβλ. Ι. 210, κτλ.· εὗσέ τε μίστυλλέν τε Ὀδ. Ξ. 75· γ΄ πληθ. ἐνεστ. ἐν Ἀνθ. Π. 9. 782· μετοχ. ἐνεστ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 359, Κλείδημος παρ’ Ἀθην. 660Α: ἀόρ. α΄ ἐμίστῡλα Σιμων. Ἀμοργ. 22· μετοχ. θηλ. μιστύλασα Λυκόφρ. 154· μέσ. ἐμιστύλαντο [ῡ] Νόνν. Δ. 21. 15. - Πρβλ. δια-μιστύλλω, μυστιλάομαι. Συγγενὲς ἴσως ταῖς λέξ. μίτυλος, μύτιλος, Μυτιλήνη, Λατ. mutilus).
English (Autenrieth)
cut in bits or small pieces, preparatory to roasting the meat on spits, Il. 1.465.
Greek Monolingual
μιστύλλω (Α)
κόβω σε μικρά τεμάχια, κατακόβω, κομματιάζω, λειανίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., πιθ. μετονοματικό παράγωγο ενός αμάρτυρου επιθ. μιστύλος «κομματιασμένος, τεμαχισμένος» (πρβλ. στωμύλος: στωμύλλω, καμπύλος: καμπύλλω)
αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η οικογένεια ανάγεται σε θ. μιστο- (< μιτ-το- ή μιδ-το- ή μιθ-το-) ενός αμάρτυρου ουσιαστικού μιστύς. Το ρ. συνδέεται πιθ. με γοτθ. maitan «κομματιάζω, κόβω», αρχ. ισλδ. meita «κόβω», meitill «σμίλη», αρχ. νορβ. meida «τραυματίζω, πληγώνω» (< meid-). Αμφίβολη εξάλλου θεωρείται η σύνδεση του ρ. με αρχ. ινδ. methati «τραυματίζω»].
Greek Monotonic
μιστύλλω: αόρ. αʹ ἐμίστῡλα, κόβω σε κομμάτια το κρέας, σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: cut up meat (Il.); aor. μιστῦλαι, -ασθαι (Semon., Lyc., Nonn.); δια-μιστῦλαι (Hdt. 1, 132). backformation μίστυλλον piece of meat (Strato Com.).
Derivatives: backformation μίστυλλον piece of meat (Strato Com.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Seems as denominat. to go back on *μιστύλος cut up, in pieces (στωμύλλω: -ύλος, καμ-πύλλω: -ύλος; cf. Debrunner IF 21, 98); as further basis one might best posit a noun *μιστο- v. t., which could stand for *μιτ-το- (μιδ-το-, μιθ-το-) and which could be connected with some Germ. words for hew, cut etc., e.g. Goth. maitan, OWNo. meita (IE *d), OWNo. meiđa injure the body, mutilate (IE *t or *dh); further there is the in all respects suspected Skt. méthati injure (?), which must be kept apart (Mayrhofer KEWA s.v.). Further, even more uncertain or wrong combinations in WP. 2, 222 f. (after Persson Stud. a.o.), Pok. 697. (Diff. Schwyzer Glotta 12, 8f.: *μίστυ-λος from *μιστύς < *μυσ-τύς to Oberdt. Müsel, Musel f. log, chump, sawn off clump.) -- Cf. μίτυλος. -- The word may well be Pre-Greek.
Middle Liddell
μιστύλλω,
to cut up meat, Hom. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
μιστύλλω: (ep. poet. seit Il.),
{mistúllō}
Forms: Aor. μιστῦλαι, -ασθαι (Semon., Lyk., Nonn.), διαμιστῦλαι (Hdt. 1, 132)
Grammar: v.
Meaning: das Fleisch zerstückeln;
Derivative: Rückbildung μίστυλλον Stück Fleisch (Strato Kom.).
Etymology: Scheint als Denominativum auf *μιστύλος zerstückelt, aus Stücken bestehend zurückzugehen (στωμύλλω: -ύλος, καμπύλλω: -ύλος u.a.; vgl. Debrunner IF 21, 98); als weitere Grundlage wäre am ehesten ein Nomen *μιστο- od. dgl. anzusetzen, das gewiß für *μιττο- (μιδτο-, μιθτο-) stehen kann und sich dann mit einigen germ. Wörtern für hauen, schneiden verbinden läßt, z. B. got. maitan, awno. meita (idg. d). awno. meiđa körperlich verletzen, verstümmeln (idg. t oder dh); hinzu kommt das in jeder Hinsicht verdächtige aind. méthati ‘verletzen (?)’. Weitere, noch unsicherere oder verfehlte Kombinationen bei WP. 2, 222 f. (nach Persson Stud. u.a.), Pok. 697. Anders Schwyzer Glotta 12, 8f.: *μίστυλος von *μιστύς aus *μυστύς zu oberdt. Müsel, Musel f. Scheit, abgesägter Klotz. — Vgl. μίτυλος.
Page 2,244-245