νεόω

Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

(νέος)

   A renovate, change, νέωσον αἶνον A.Supp.534 (lyr.):— Med., τάφους ἐνεώσατο had them restored, IG14.1721:—Pass., Hsch.    2 = νεάω, Poll.1.221: c. acc. cogn., νεώσατε ἑαυτοῖς νεώματα LXX Je.4.3.    II restore a MS. reading in a corrupt passage, Demetr.Lac.Herc.1012.26.

German (Pape)

[Seite 246] erneuern, neu machen; νέωσον εὔφρον' αἶνον, Aesch. Suppl. 529; Sp. Gewöhnlich Neuland od. Brache bestellen, das Land neu umpflügen. Vgl. νεός u. νεά.

Greek (Liddell-Scott)

νεόω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἀόρ. α΄, (νέος) ἀνανεώνω, μεταβάλλω, νέωσον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 534. - Μέσ., τάφους ἐνεώσατο, ἀνενέωσεν, ἀνῳκοδόμησεν, Ἀνθ. Π. παράρτημα 147, πρβλ. ἀνανεόομαι. ΙΙ. = νεάω, ἐνεώσαμεν νεώματα Γρηγ. Ναζ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. ao. ἐνέωσα;
renouveler.
Étymologie: νέος.