ή, όν,
A clouded: made of clouds, Luc.VH1.19.
νεφελωτός: -ή, -όν, πλήρης νεφελῶν, ἐκ νεφελῶν πεποιημένος, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 19.
ή, όν :fait de nuages.Étymologie: νεφέλη.