ονος, ὁ, ἡ,
A of childish mind, silly, Str.1.2.8.
νηπιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φρένας νηπιώδεις, νήπια φρονῶν, ἀνόητος, Στράβ. 20.
ων, ον ; gén. ονος;d’esprit enfantin, simple, naïf.Étymologie: νήπιος, φρήν.