ὑβός

Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

[ῡ], ή, όν,

   A humpbacked, Hp.Aph.6.46, Theoc.5.43.

German (Pape)

[Seite 1168] auswärts gebogen, gekrümmt, dah. bucklig, Theocr. 5, 23, Ggstz λορδός. Mit κυφός, gibbus verwandt.

Greek (Liddell-Scott)

ὑβός: [ῡ], ή, όν, ὁ ἔχων κεκυρτωμένα τὰ νῶτα, κυρτός, «καμπούρης», Ἱππ. Ἀφ. 1258· ἀντίθετον τῷ λορδός, Θεόκρ. 5. 43. (Ὁ Κούρτ. ἀμφιβάλλει τὴν σχέσιν τῆς λέξεως πρὸς τὸ κυφός).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
courbé ; bossu.
Étymologie: ὗβος.