φοινίκειος
English (LSJ)
ον,
A of the palm-tree, οἶνος D.S.1.91, Suid.; cf. φοινικήϊος.
German (Pape)
[Seite 1295] ον, ion. φοινικήϊος, = φοινίκεος.
Greek (Liddell-Scott)
φοινίκειος: [ῐ], -ον, ὁ ἀνήκων εἰς φοίνικα, ὁ ἐκ τοῦ δένδρου φοίνικος, οἶνος Διόδ. 1. 91, Σουΐδ.· ― σπανίως εὕρηται ἄλλως ἢ ἐν τῷ Ἰων. τὺπῳ φοινικήιος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de feuilles de palmier : οἶνος HDT vin de palmier ou de dattes ; ἐσθὴς φοινικηΐη HDT vêtement de feuilles de palmier.
Étymologie: φοῖνιξ².