φοινίκειος

Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ον,

   A of the palm-tree, οἶνος D.S.1.91, Suid.; cf. φοινικήϊος.

German (Pape)

[Seite 1295] ον, ion. φοινικήϊος, = φοινίκεος.

Greek (Liddell-Scott)

φοινίκειος: [ῐ], -ον, ὁ ἀνήκων εἰς φοίνικα, ὁ ἐκ τοῦ δένδρου φοίνικος, οἶνος Διόδ. 1. 91, Σουΐδ.· ― σπανίως εὕρηται ἄλλως ἢ ἐν τῷ Ἰων. τὺπῳ φοινικήιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de feuilles de palmier : οἶνος HDT vin de palmier ou de dattes ; ἐσθὴς φοινικηΐη HDT vêtement de feuilles de palmier.
Étymologie: φοῖνιξ².